- φακελοποιός
- και εσφ. γρφ. φακελλοποιός, ο, Ναυτός που κατασκευάζει φακέλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος + -ποιός*. Η λ., στον πληθ. φακελλοποιοί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φακελοποιός — ο 1. εργάτης που κατασκευάζει φακέλους. 2. ιδιοκτήτης φακελοποιείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακελοποιείο — και εσφ. γρφ. φακελλοποιείο, το, Ν εργοστάσιο κατασκευής φακέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακελοποιός / φακελλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φακελλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek